
Δε νιώθεις πόνο χωρίς αγκάθι, αλλά δε νιώθεις ούτε την καρδιά σου
Η μαμά είναι άνθρωπος πολύ αισιόδοξος, ικανή να βρει εξηγήσεις για τα πάντα. Δεν κρίνει τους ανθρώπους, κι όλο προσπαθεί να μπει στη θέση του άλλου. Όταν της εξηγώ πως είμαι θυμωμένη με κάποιον, μου λέει να προσπαθήσω να φανταστώ πώς πρέπει να ένιωθε ο άλλος, και τα κίνητρα που είχε για να φερθεί όπως φέρθηκε. Μερικές φορές μου σπάει τα νεύρα αλλά, γενικά, αν κάτι με ανησυχεί, με ενοχλεί ή με θυμώνει, νιώθω καλύτερα από τη στιγμή που το έχω συζητήσει μαζί της.
Φαντάζομαι ότι θα έχει την ίδια στάση και απέναντι στη γιαγιά, αλλά δεν καταφέρνω να καταλάβω πώς μπορεί να δικαιολογεί τη συμπεριφορά της απέναντι μας. Σήμερα, επιτέλους, η μαμά θέλησε να μιλήσει μαζί μου γι’ αυτό το θέμα. Χωρίς εγώ να την ξαναρωτήσω μου εξήγησε γιατί, πριν χρόνια, μου είχε πει πως η καρδιά της γιαγιάς είχε σκληρύνει.
«Είναι βέβαια μεταφορικό, τρόπος του λέγειν, μα εκφράζει και κάτι πολύ πραγματικό… Θεωρείται πως η καρδιά είναι το μέρος όπου φωλιάζει η αγάπη, και πολύ πιθανό να είναι πράγματι έτσι. Όταν μια απώλεια μας ταρακουνήσει, άξαφνα, η καρδιά υποφέρει και νομίζει πως θα πεθάνει. Μετά, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα, ψάχνει έναν τρόπο να μετριάσει τον πόνο της, να προστατευτεί, να κρυφτεί, να γίνει σκληρή.»
«Αυτό έπαθε κι η γιαγιά;»
«Κάτι τέτοιο. Έχεις ακουστά τον Αντόνιο Ματσάδο;»
«Συγγραφέας δεν ήταν;»
«Ποιητής. Μεγάλος ποιητής. Έγραψε ένα απ’τα πιο σκληρά και όμορφα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ. Απ’ ό,τι θυμάμαι, λέει:
Τραγουδώ
σαν περπατώ στο μονοπάτι…
Πέφτει το βράδυ…
Είχα ενός πάθους το αγκάθι στην καρδιά,
μια μέρα το ξερίζωσα και την καρδιά πια δεν τη νιώθω!
Κι όλος ο κάμπος μια στιγμή στοχάζεται βουβός και σκοτεινός.
Μες απ’ τις λεύκες στο ποτάμι ο άνεμος σφυρίζει.
Βραδιάζει ακόμα πιο πολύ,
κι ο δρόμος που φιδογυρνά θαμπώνει… και χάνεται.
Το τραγούδι μου ξανά θρηνεί: Χρυσό και κοφτερό μου αγκάθι…
ποιος θα μπορούσε να σε νιώσει
μες στην καρδιά μπηγμένο! »
Αφού άκουσα το ποίημα, έμεινα αμίλητη. Δεν μπορούσα να φανταστώ χειρότερο πράγμα. Να ξεριζώνεις ένα αγκάθι για να μπορέσεις να μείνεις ζωντανός, και μετά να συνειδητοποιείς πως ναι μεν δεν νιώθεις πόνο χωρίς το αγκάθι, αλλά δεν νιώθεις ούτε την καρδιά σου… Τα μάτια μου θόλωσαν και ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
Η μαμά το κατάλαβε και άλλαξε ύφος· μίλησε σχεδόν σαν γιατρός.
«Η καρδιά περιβάλλεται από μια μεμβράνη, το ήξερες;»
«Ναι, το περικάρδιο.»
«Ακριβώς. Και η δουλειά του περικαρδίου είναι να την προστατεύει. Απ’ ό,τι φαίνεται, όταν η καρδιά μας υποφέρει, η μεμβράνη την αγκαλιάζει με μητρική στοργή και σκληραίνει σχηματίζοντας κάτι σαν πανοπλία που μας επιτρέπει να επιβιώσουμε. Χωρίς αυτήν την παροδική σκληράδα ίσως να μην μπορούσαμε ν’ αντέξουμε συναισθηματικά κάποιες δυστυχίες. Αυτό που προσπαθώ να σου εξηγήσω είναι ότι η καρδιά τής γιαγιάς πέτρωσε από τη μέρα που της συνέβη κάτι φρικτό, και το περικάρδιό της προσπάθησε να την προστατέψει. Αφού για την αιτία της δυστυχίας της δεν υπήρχε λύση κι ο πόνος δεν έλεγε να φύγει, το περικάρδιο ποτέ δεν τόλμησε να απελευθερώσει την καρδιά της. Για να την προστατέψει από εκείνη την αβάσταχτη αλήθεια, από εκείνο το καρφωμένο αγκάθι, το περικάρδιο της έσφιξε στην αγκαλιά του με τόση δύναμη που την άφησε αναίσθητη.»
«Μαμά, τι θλιβερή ιστορία. Αλλά έτσι, ακόμα κι αν το περικάρδιο υπάρχει για να την προστατεύει, αυτή η προστασία δεν πρέπει να είναι και πολύ καλή για την καρδιά.»
«Βέβαια όχι- μπορεί να φτάσει ακόμα και να την σκοτώσει.»
«Αλλά εγώ δεν θέλω να πεθάνει η γιαγιά. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε;»
«Να έχουμε υπομονή μαζί της, Σοφία. Άνοιξε της την καρδιά σου, κι άσε να σου ανοίξει κι εκείνη τη δική της, όταν το μπορέσει.»
Εγώ θα συνεχίσω να προσπαθώ…
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΥΠΗΤΕΡΗ
όχι και τόσο λυπητερή
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ OPERA
Περίληψη:
Όταν η απόμακρη και αντικοινωνική γιαγιά αρρωσταίνει και έρχεται να εγκατασταθεί στο σπίτι, η μικρή Σοφία και η μαμά της υποφέρουν από την κακότροπη ηλικιωμένη και η ζωή τους δυσκολεύει. Μα τι έχει πάθει αυτή η γιαγιά και φέρεται έτσι; Τι της έχει συμβεί και μισεί τους πάντες και τα πάντα; Μετά από λίγες εβδομάδες, η Σοφία αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η απότομη συμπεριφορά της γιαγιάς της είναι στην πραγματικότητα ένα πέπλο που προσπαθεί να καλύψει μια ιστορία απώλειας και μεγάλου πόνου. Η θάλασσα, η ποίηση και τα φυτά αποδεικνύονται τρεις πολύτιμοι συμπαραστάτες στον σκληρό εσωτερικό αγώνα που δίνουν οι τρεις γυναίκες ώσπου να κερδίσουν τα βαρύτιμα έπαθλα της συμφιλίωσης, της αυτογνωσίας και της συγγνώμης που χρωστάμε στον ίδιο μας τον εαυτό